- λιθόβιος
- (Lithobius). Γένος χερσαίων, χειλοπόδων αρθροπόδων εντόμων, της οικογένειας των λιθοβιιδών. Τα ζώα αυτά έχουν επίμηκες σώμα και διακρίνονται από τον μεγάλο αριθμό των ποδιών τους. Πολλοί επιστήμονες τα κατατάσσουν στην ομοταξία των μυριαπόδων. Δεν πρέπει, όμως, να συγχέονται με αυτά, γιατί οι κεραίες τους είναι πολύ πιο μεγάλες και διότι έχουν μόνο ένα ζευγάρι πόδια σε κάθε ζώνη του σώματός τους, ενώ τα μυριάποδα έχουν δύο. Οι λ. φέρουν στο κεφάλι τους ένα ζευγάρι κεραίες, ενώ το πρώτο ζευγάρι ποδιών πίσω από το κεφάλι έχει τροποποιηθεί σε σκληρά, οξύληκτα και δηλητηριώδη άγκιστρα, με τα οποία σκοτώνουν τη λεία τους. Τρέφονται με άλλα έντομα, κυρίως με αράχνες. Το μέγεθός τους κυμαίνεται μεταξύ 6 χιλιοστών και 30 εκ. Χαρακτηριστικά είδη του γένους είναι τα Lithobius variegatus και Lithobius scotophilus.
Dictionary of Greek. 2013.